Η ανακοίνωση της Wolfspeed ήρθε μερικές εβδομάδες αφού η Intel ανέβαλε επίσης το σχέδιό της να κατασκευάσει εργοστάσιο 30 δισ. ευρώ στο Μαγδεμβούργο, το οποίο θα είχε ως στόχο να γίνει η μεγαλύτερη ξένη επένδυση στη μεταπολεμική Γερμανία, με κρατικές επιχορηγήσεις ύψους 9,9 δισ. ευρώ. Η αποτυχία αυτών των σχέσεων προκαλεί ανησυχία για τις προσδοκίες της Γερμανίας να παίξει ηγετικό ρόλο στη βιομηχανία τσιπ στην Ευρώπη, σε μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις και ανταγωνισμό.
Οι φιλοδοξίες της Γερμανίας συνεργάζονται με τους στόχους της Ε.Ε. να αυξήσει το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά τσιπ από λιγότερο από 10% σήμερα στο 20% μέχρι το 2030. Η ανησυχία για τη σταθερότητα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και η εξάρτηση από ασιατικές παραγωγούς, όπως η TSMC και η Samsung Electronics, έχουν εντείνει αυτές τις προσπάθειες.
Η οικονομία της Γερμανίας, την οποία θέλει να αναζωογονήσει ο καγκελάριος Σολτς, φαίνεται να έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση και τα υψηλά ενεργειακά κόστη. Ο Σολτς προέβλεψε πρόσφατα την ανάγκη αύξησης της οικονομικής ανάπτυξης και συνεργασίας με την βιομηχανία για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ωστόσο, οι διαδοχικές αποτυχίες προτάσεων επενδύσεων σχολιάστηκαν από πολιτικούς όπως η Γιούλια Κλόκνερ, που καταδεικνύουν την αποτυχία της κυβερνητικής στρατηγικής.
Η Wolfspeed, που έχει ήδη αρχίσει να επενδύει σε άλλες χώρες όπως η Νέα Υόρκη, αναφέρει ότι οι συνθήκες της αγοράς έχουν αλλάξει και η ζήτηση για τα ημιαγωγούς από τα ηλεκτρικά οχήματα είναι πιο περιορισμένη από ότι αναμενόταν. Ο αντιλαμβανόμενος ανταγωνισμός από άλλες μεγαλύτερες εταιρείες αναλύεται ως παράγοντας που καθορίζει τις αποφάσεις του επιχειρηματικού τομέα. Σύμφωνα με τον Ολιβερ Χολτεμέλερ από το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Halle, οι κυβερνητικές επιδοτήσεις δεν επαρκούν για να ξεπεραστούν τα πραγματικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές στη Γερμανία.
Πηγή: kathimerini.gr