Εντούτοις, πολλές χώρες της Ευρωζώνης, αν και παραβιάζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες, βρίσκονται υπό συνεχή πίεση να δικαιολογήσουν τις υπερβάσεις τους. Αυτό περιορίζει την υπερβολική δημοσιονομική πολιτική και ενισχύει τη σταθερότητα των δημοσιονομικών τους. Σε αντίθεση, στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κανόνες απλά προσαρμόζονται κατά την κρίση των υπουργών Οικονομικών.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι οι προβλέψεις του υποτιμούν τις μελλοντικές προκλήσεις λόγω τριών βασικών παραγόντων: 1) οι υπάρχουσες πιέσεις δαπανών από την κλιματική αλλαγή και τη δημογραφική αλλαγή θα ενταθούν, 2) προηγούμενες εκτιμήσεις του χρέους ήταν υπεραισιόδοξες και 3) η πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα μπορεί να προκαλέσει ακόμα υψηλότερο χρέος. Παρά ταύτα, το ΔΝΤ υποθέτει ότι οι πολιτικές θα παραμείνουν σταθερές, αν και η μετεκλογική κατάσταση στις ΗΠΑ μπορεί να αλλάξει.
Από οικονομικής πλευράς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προνόμια. Η ικανότητα μιας χώρας να φέρει υψηλό χρέος εξαρτάται από το κατά κεφαλήν εισόδημά της. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ υπερβαίνει κατά 42% αυτό της Ευρωζώνης και κατά 37% του Ηνωμένου Βασιλείου βάσει των συναλλαγματικών ισοτιμιών του 2010. Αυτό παρέχει μια πιο ευρεία δημοσιονομική δυνατότητα. Επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θεωρείται ως το ασφαλέστερο καταφύγιο για τους επενδυτές.
Σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων, όπως αυτές που θα μπορούσε να προκαλέσει μια πιθανή κυβερνητική αλλαγή, οι εισροές κεφαλαίων σε αμερικανικά ομόλογα θα μπορούσαν προσωρινά να προσφέρουν αυξημένο δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αλλάξουν κατεύθυνση στην οικονομική τους πολιτική, θα μπορούσαν τελικά να χάσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στα ομόλογά τους.
Πηγή: kathimerini.gr