Εν τω μεταξύ, πριν από αυτή την κλιμάκωση, οι ανησυχίες για τον αντίκτυπο της σύγκρουσης στη παγκόσμια οικονομία είχαν προκαλέσει πτώση των τιμών του πετρελαίου. Οι τιμές του μπρεντ είχαν υποχωρήσει σημαντικά, αντανακλώντας τις συνθήκες υπερβάλλουσας προσφοράς, εν μέρει λόγω της αύξησης παραγωγής από χώρες εκτός του ΟΠΕΚ, κυρίως τις ΗΠΑ. Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες του ΟΠΕΚ να μειώσει την παραγωγή, οι τιμές δεν κατάφεραν να παραμείνουν σταθερές πάνω από τα 70 δολάρια το βαρέλι.
Η περιορισμένη ζήτηση από την Κίνα, εξαιτίας της επιβράδυνσης της οικονομίας της, επιδείνωσε επίσης την κατάσταση, εντείνωντας τις συνθήκες υπερβάλλουσας προσφοράς στην αγορά πετρελαίου για το 2025. Αρκετές αμερικανικές τράπεζες, όπως η Goldman Sachs και η Citi, υποστηρίζουν ότι οι τιμές μπορεί να αυξηθούν κατά 20 δολάρια το βαρέλι εάν υποστούν ζημιά σημαντικά τμήματα της ιρανικής πετρελαϊκής υποδομής.
Πέρα από τις οικονομικές προκλήσεις, η γενική αβεβαιότητα που προκαλείται από αυτές τις συγκρούσεις αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διαταραχών στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Ενώ οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό που θα δημιουργούσε μια πιθανή μείωση των ιρανικών εξαγωγών, το σενάριο ενός απρόσμενου πολέμου συνεχίζει να παραμένει σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτο.
Πηγή: kathimerini.gr