Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα του ΕΜΠ, το 27% των πρατηρίων στην Αττική διαπιστώνεται ότι είναι παραβατικά, παραδίδοντας συνήθως μικρότερες ποσότητες καυσίμου από αυτές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί εντυπωσιακά: από 4% το 2011 έφτασε το 27% το 2023. Παρόμοια, οι ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων έχουν αυξηθεί από 7% σε 24% την ίδια περίοδο. Οι καταναλωτές χάνουν περίπου 120 εκατ. ευρώ ετησίως εξαιτίας αυτής της παραβατικότητας.
Η παραβατικότητα δεν πλήττει μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τις υγιείς επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες βλέπουν τα κέρδη τους να μειώνονται εξαιτίας των φθηνότερων τιμών που προσφέρουν οι παραβατικά λειτουργούντες πρατηριούχοι. Αυτές οι καταστάσεις ενισχύονται από την κυβέρνηση, η οποία, ενώ προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή τη φαινόμενη παραβατικότητα, παράλληλα επιβάλει υποχρεώσεις που επιβαρύνουν τις νόμιμες επιχειρήσεις χρηματοοικονομικά, χωρίς να αναγνωρίζει τα επιπλέον κόστη που οι εταιρείες του κλάδου καλούνται να διαχειριστούν.
Από την άλλη, η κατάσταση κρίνεται απογοητευτική και λόγω των ελάχιστων ελέγχων που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Οι έλεγχοι στην ποιότητα καυσίμων και στη μέτρηση αντλιών έχουν περιοριστεί δραματικά και μειώνονται κάθε χρόνο. Το 2024, οι έλεγχοι για τις ποσότητες καυσίμου περιορίστηκαν σε μόλις 8, ενώ οι συνολικοί έλεγχοι δεν ξεπέρασαν τους 28.
Συν τοις άλλοις, η διατήρηση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, το οποίο επιβλήθηκε το 2020, έχει προστεθεί ως παράγοντας πίεσης για τις νόμιμες επιχειρήσεις. Αυτό συμβαίνει διότι ο συνδυασμός της υπερφορολόγησης (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και της σταθερής τιμής πώλησης στις επιχειρήσεις αυξάνει τις πιέσεις στα υγιή κομμάτια της αγοράς, ενώ οι παραβατικοί κερδίζουν έδαφος.
Η έρευνα του ΕΜΠ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καταναλωτές δεν έχουν καμία προστασία και ότι η κατάσταση για τις νόμιμες επιχειρήσεις γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη στην αντιμετώπιση του παραβατικού ανταγωνισμού.
Πηγή: kathimerini.gr