Στις κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι μέσα σε μια περίοδο 18 μηνών υπήρξε σημαντική μείωση των συγκεντρώσεων αμυλοειδούς σε ασθενείς που έλαβαν το φάρμακο, καθώς και επιβράδυνση της κλινικής επιδείνωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με αναφορές από ασθενείς στο Johns Hopkins, δεν παρατηρήθηκε αισθητή βελτίωση στην καθημερινότητά τους. Οι ερευνητές εξετάζουν την πιθανότητα ότι η έγκαιρη χορήγηση του σκευάσματος, πριν την εκδήλωση συμπτωμάτων, θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική.
Ο κ. Λυκέτσος τόνισε ότι το 30%-40% των ασθενών αναφέρουν παρενέργειες, όπως συσσώρευση υγρών και μικροαιμορραγίες στον εγκέφαλο, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνονται αντιληπτές. Ωστόσο, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό που ταλαιπωρείται από ζαλάδες, πονοκεφάλους και άλλα νευρολογικά συμπτώματα, με αποτέλεσμα τη διακοπή της θεραπείας.
Υπάρχει καλή είδηση στο πεδίο της διάγνωσης. Ο κ. Παναγιώτης Βλάμος, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ανακοίνωσε τη δημιουργία Κέντρου Αριστείας Ιατρικής Ακριβείας για την Ανοία, όπου θα μπορούν να προσδιορίζονται με αξιόπιστο τρόπο οι βιοδείκτες της Αλτσχάιμερ μέσω εξετάσεων αίματος. Η απλή αυτή εξέταση είναι σημαντική, καθώς οι υπάρχουσες μέθοδοι διάγνωσης περιλαμβάνουν πιο επεμβατικές και δαπανηρές διαδικασίες.
Η μέτρηση του βιοδείκτη pTau217 στο αίμα έχει αποδειχθεί επαναστατική για τη διάγνωση της νόσου, ενώ η απεικόνιση αμυλοειδούς μέσω ΡΕΤ επιτρέπει την ακριβέστερη ανίχνευση των εκφυλιστικών φαινομένων στον εγκέφαλο. Ωστόσο, η ανάλυση αίματος δεν είναι ακόμη συνταγογραφούμενη στην Ελλάδα, και η εξέταση ΡΕΤ παραμένει ακριβή χωρίς αποζημίωση από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η λεκανεμάμπη έχει εγκριθεί σε πολλές χώρες, αλλά ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων δεν την έχει ακόμα αποδεχθεί. Ο κ. Σκαρμέας έχει αναφέρει ότι το κόστος θεραπείας στην Αμερική αγγίζει τα 50.000 δολάρια ετησίως, γεγονός που μπορεί να είναι μη βιώσιμο για πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
«Σήμερα μπορούμε να κάνουμε πολλά για τη φροντίδα των ατόμων με άνοια και η πρόληψη της νόσου είναι εφικτή», δήλωσαν ο κ. Νότης Παρασκευόπουλος και η ψυχολόγος Μαρία-Λαμπρινή Κούλα. Ο κ. Λυκέτσος κατέληξε με ένα μήνυμα ελπίδας, επισημαίνοντας τη συνεχιζόμενη πρόοδο στην κατανόηση και την αντιμετώπιση της νόσου.
Πηγή: kathimerini.gr