Τίτλος: Η Διένεξη Ισραήλ Ιράν και οι Επιπτώσεις στην Παγκόσμια Αγορά Πετρελαίου

Τα πρόσφατα γεγονότα σχετικά με τη διένεξη Ισραήλ – Ιράν έχουν επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα του πετρελαίου, το οποίο παραμένει το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Μέσης Ανατολής. Με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης και τις επιθέσεις του Ισραήλ κατά του «άξονα της αντίστασης», που περιλαμβάνει τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς, οι ανησυχίες για την ασφάλεια των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Ιράν αυξάνονται. Ήδη κυκλοφορούν φήμες ότι οι εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ιράν θα μπορούσαν να γίνουν στόχος.

Μία στρατιωτική επίθεση κατά των ιρανικών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να έχει άμεσες επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου, εκτοξεύοντας την πάνω από την τρέχουσα ζώνη των 77-80 δολαρίων ανά βαρέλι. Για παράδειγμα, μετά την πρόσφατη ισραηλινή αεροπορική επιδρομή κατά της Χεζμπολάχ, οι τιμές του αργού σημείωσαν αύξηση 8% σε μόλις πέντε ημέρες.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την εμπόλεμη κατάσταση που διαρκεί περισσότερο από ένα χρόνο, οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν σχετικά σταθερές, κυμαινόμενες μεταξύ 70 και 80 δολαρίων. Αντίθετα, τα προηγούμενα χρόνια, οι τιμές του αργού ήταν σημαντικά υψηλότερες, με αποκορύφωμα τα 100-120 δολάρια ανά βαρέλι. Ακόμα κι αν η στρατιωτική δράση στην περιοχή κλιμακωθεί, η αγορά πετρελαίου φαίνεται να αντιδρά με λιγότερη νευρικότητα από ό,τι στο παρελθόν, περιορίζοντας τις ανατιμήσεις χρονικά και ποσοτικά.

Δύο παράγοντες συμβάλλουν σε αυτή την ηπιότερη αντίδραση της αγοράς. Πρώτον, η στρατηγική του Ισραήλ προβλέπει στοχευμένα χτυπήματα κατά στρατιωτικών στόχων, περιορίζοντας την ικανότητα του Ιράν να προβεί σε μεγάλης κλίμακας ναυτικές επιχειρήσεις. Δεύτερον, η διεθνής αγορά πετρελαίου είναι σήμερα καλά εφοδιασμένη, με υψηλά αποθέματα και παραγωγή που φτάνει τα 102 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.

Οργανωμένα συστήματα πληροφόρησης μέσω του ΙΕΑ και του OPEC, καθώς και ιδιωτικές εταιρείες, παρέχουν καθημερινά πληροφορίες για την παραγωγή και τα αποθέματα, μειώνοντας την αβεβαιότητα που υπήρχε στο παρελθόν. Αυτή η διαφάνεια έχει βοηθήσει ώστε η αγορά να μην αντιδρά υπερβολικά σε παρατηρίες ή ειδήσεις από την περιοχή.

Τέλος, εάν οι τιμές του πετρελαίου ξεπεράσουν τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, δεν αναμένονται οι δυσμενείς συνέπειες που παρατηρήθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Σήμερα, η κατανάλωση πετρελαίου ως ποσοστό του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος έχει μειωθεί, και οι χώρες του G7 καταναλώνουν σχεδόν 40% λιγότερη πετρελαϊκή ενέργεια ανά μονάδα ΑΕΠ σε σύγκριση με το 1970.

Πηγή: kathimerini.gr