Οι απαντήσεις είναι προσαρμοσμένες στις ατομικές συνθήκες του καθενός και εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες: το εισόδημα, την ηλικία, τη σύνθεση του νοικοκυριού, τις καθημερινές δαπάνες και άλλες δανειακές υποχρεώσεις. Το συναλλακτικό παρελθόν του αιτούντος, όπως οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, παίζει επίσης ρόλο στην απόφαση της τράπεζας.
Τις περισσότερες φορές, οι τράπεζες έχουν έναν κανόνα υπολογισμού: η δόση του δανείου δεν πρέπει να ξεπερνά το 40% του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος. Αν και η εφαρμογή αυτού του κανόνα δεν είναι αυστηρή, είναι ενδεικτικός του ποσού που μπορείτε να εκταμιεύσετε και του κόστους του σπιτιού που μπορείτε να αποκτήσετε. Η λογική πίσω από αυτόν τον κανόνα είναι ότι πρέπει να καλυφθούν πολλές ανάγκες πέρα από τη στέγαση, και ότι η υπέρβαση του 40% ενδέχεται να οδηγήσει σε δυσκολίες μελλοντικά.
Στην πράξη, ένα ζευγάρι με αθροιστικό καθαρό εισόδημα 2.000 ευρώ τον μήνα μπορεί να εξασφαλίσει δάνειο γύρω στις 155.000 ευρώ για την αγορά ενός σπιτιού αξίας από 173.000 ευρώ και πάνω, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της τράπεζας. Αυτό το δάνειο συνεπάγεται δόση περίπου 800 ευρώ. Εάν το μηνιαίο εισόδημα μειωθεί στα 1.500 ευρώ, το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό δανείου θα μειωθεί σε 117.000 ευρώ για να διατηρηθεί η δόση γύρω στα 600 ευρώ. Αν το ζευγάρι έχει ήδη μια δανειακή υποχρέωση 300 ευρώ μηνιαίως, το επιτρεπόμενο δάνειο γίνεται 58.000 ευρώ.
Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου είναι συχνά 30 χρόνια, όμως αν η ηλικία του αιτούντος δεν επιτρέπει αυτή τη διάρκεια, τότε το ποσό του δανείου μειώνεται αισθητά. Ετσι, με εισόδημα 2.000 ευρώ, το δάνειο θα υπολογιστεί στα 103.000 ευρώ και στην περίπτωση του 1.500 ευρώ, περίπου 78.000 ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr